-
1 у
у 1επιφ. κραυγής• ου!у 2επιφ.1. αγανάκτησης• ουφ!2. φόβου• ου!3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•
отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•
поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•
сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.
|| στον, στην, στο•сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•
мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•
работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•
быть у власти είμαι εξουσία•
у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.
|| у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•
|| μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•
у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.
|| απο, εκ•взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.
|| σε, εις•смотри у меня κοίτα σε μένα.